Παγγαίον
Στην Πύλη των Κρηνίδων
Στο άλικο χρώμα της δύσης ξαναγέμισες
το ποτήρι μου.
Μέσα από αγριοροδιές και ροδοδάφνες
ξετύλιξες το παραμύθι σου.
Η νύχτα σκέπασε σιωπηλά το φως.
Για άλλη μια φορά αρνήθηκα τα λυπημένα
δειλινά της Κυριακής.
Έκλεισα τα μάτια στο φιλί.
Θα ’βγαινα αθώα από εκείνο το μακρινό ταξίδι,
αφού εσύ είχες τα κλειδιά;
Αχ, και να ’ξερα.
Θα σε πίστευα όμως;
Μου έταξες τη ζωή και την άνοιξη.
Αλλά δεν μας περίσσευε ο χρόνος...
Ο μέλλοντας χρόνος...
Τα νιάτα δεν αντέχουν να περιμένουν...
Πέρασε καιρός.
Τα χρόνια μας γύρεψαν ζωή.
Έφτασα στα μεγάλα δασωμένα βουνά.
Ανάμεσα στο Φαλακρό και το Παγγαίο,
στην Αγορά της Δράμας, η χαρά με ξανατύλιξε
στα πέπλα της.
Απλή ζωή, γιορτές, χοροί, φιλόξενα χαμόγελα...
Ένα Μακεδονικό συμπόσιο με πλούσια εκλεκτά κρασιά.
Έψαξα ξανά στα μυστικά της ζωής;
Πέταξα ψηλότερα μετά.
Πέταξα για κει που συναντιέται ο αγέρας με τον ήλιο.
Και πίστεψα ξανά...
Ο έρωτας θα θέρει πάλι μυρωδιές...
Θα φοβηθεί. Θα στερηθεί. Θα εκδικηθεί.
Ίσως από τα ίδια λάθη να ξενιτευθεί...
Κι εμείς θα μάθουμε...
Απ’ το δικό του χέρι...
Κρύο νερό. Ψωμί σταρένιο και γλυκό κρασί...
Τα χείλη θα δώσουν πάλι το ρυθμό.
Δε θα ξαναχάσουμε τον καιρό.
Θα υψώσουμε ποτήρια.
Θα ευχηθούμε...
Θα γιορτάσουμε...
Θα ζήσουμε...
Μαρία Βόλλη