Δε θέλουμε να γράψουμε εδώ, ούτε για την ιστορία, που είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο αυτού του τόπου, ούτε για τον πολιτισμό που έχει αφήσει τα ίχνη του πάνω στα κτίσματα και τους ανθρώπους.
Τη συγκίνηση να βρισκόμαστε μέσα σε παμπάλαιες εκκλησίες και μοναστήρια, με λιτές τοιχογραφίες όπου τα πρόσωπα των Αγίων, παρά τη φθορά του χρόνου, εξακολουθούν να κοιτάζουν ήρεμα σ’ ένα σημείο που δε μπορείς να προσδιορίσεις.
Κρατούμε μαζί μας, την ησυχία καθώς ανεβαίνουμε τα στενά καλντερίμια, το φως του ήλιου που πέφτει πάνω στα βουνά το απόγευμα, με τις έρημες αυλές των σπιτιών που χτισμένα από πέτρες κομμένες από τις παρειές των βουνών, σχεδόν δεν ξεχωρίζουν μέσα στο τοπίο.
Μας καλεί η πόρτα που περνάς, για να καταλήξεις στο τέλος του στενού μονοπατιού πάνω από το φαράγγι του Βίκου. Και ξαφνικά, ο ήχος ενός κλαρίνου έρχεται από κοντά, δεν ξέρεις από που, μπορεί να παίζουν και οι Αρχάγγελοι.
Πως να μεταφέρουμε αυτό το αίσθημα της αιώρησης που νοιώθεις όταν περπατάς πάνω στα μοναδικά πέτρινα γεφύρια.
Δεν βαδίζεις, ίπτασαι μαζί με τις νύμφες, το νερό σε καθρεφτίζει, χάνεις το βάρος σου.
Και με μυρουδιές από βότανα και ξύλα που καίγονται στο τζάκι, κάτω από τους ορεινούς όγκους που μας αγκαλιάζουν, μπαίνουμε σε μια νύχτα πυκνή, χωρίς φεγγάρι.
Προλαβαίνουμε όμως να δούμε, πρις σκοτεινιάσει ολότελα, την μπλε φτερούγα ενός πουλιού, που μετακινήθηκε ανάμεσα στα κλαδιά.