Πήλιο
Χρόνος μεικτός αλλά νόμιμος
Ο τίτλος αυτού του φωτογραφικού τόμου φαίνεται, εκ πρώτης ανάγνωσης τουλάχιστον, να περιέχει ένα παράδοξο: συμφύρει δύο έννοιες, τον χώρο και τον χρόνο, σαν η δεύτερη να επεξηγεί την πρώτη, ενώ είναι προφανώςποιοτικά διαφορετικές. Αυτή η διάκριση, όμως του χρόνου από τον χώρο είναι στην πραγματικότητα μόνο μεθοδολογική.
Η ζωή μας υποχρεωτικά ορίζεται χωροχρονικά, η τέχνη καθίσταται ακατανόητη ή τουλάχιστον άστοχη, αν την αποδεσμεύσουμε από την ιστορικότητά της. Πολύ περισσότερο η τέχνη της φωτογραφίας, γιατί εκκινεί από την αγωνία για τη διάσωση της στιγμής, παρατείνει και παραδίδει στον θεατή ένα ήδη παρελθόντα χωροχρόνο μια στιγμή, όπως ο όρος χρησιμοποιείται φιλοσοφικά, ως άποψη, πτυχή, στάδιο μιας εξελικτικής πορείας.
Ο χρόνος, λοιπόν, είναι για την τέχνη της φωτογραφίας στοιχείο δομικό και λειτουργικό. Και είναι πάντα μεικτός, είναι η “συρραφή” δύο χρονικών ασύμπτωτων: Του χρόνου της φωτογράφησης, της στιγμής δηλαδή που μοιράζεται ο καλλιτέχνης με το αντικείμενό του, με το χρόνο της πρόσληψης των φωτογραφιών, της στιγμής που μοιράζεται ο θεατής το αποτέλεσμα της δουλειάς του καλλιτέχνη.
Από αυτή την άποψη ο φωτογράφος Κώστας Παπακωνσταντίνου φαίνεται να έχει ενσωματώσει αλλά και θεματοποιήσει τον κεντρικό, τον δομικό άξονα της τέχνης του. Γιατί σε όλες του τις δουλειές η καλλιτεχνική εμμονή του είναι ο χρόνος ως “γλύπτης των εικόνων παράφορος” (παραφράζοντας τον ποιητή), είναι ο αμείλικτος απόηχος του χρόνου πάνω στα ανθεκτικά αντικείμενα και, σπανιότερα, από διακριτικότητα ίσως, πάνω στους άοπλους ανθρώπους. Κι έτσι, στις φωτογραφίες του υπάρχει μιαν ακόμη, μια τρίτη, διάσταση της “στιγμής”: η στιγμή που το διάφραγμα της μηχανής του “κλείνει” στο φιλμ την εικόνα δεν είναι ακριβώς ταυτόχρονη με τον χρόνο της εικόνας. Γιατί οι εικόνες που αναζητά ο Παπακωνσταντίνου είναι ήδη φθαρμένες, ήδη αλλοιωμένες, ήδη παλιές, έχουν αρχίσει να “φεύγουν”, εμπεριέχουν το παρελθόν, δε βολεύονται στο παρόν, δε θα ανήκουν στο μέλλον.
Η αίσθηση αυτή είναι ακόμα εντονότερη στη θεματική αυτή συλλογή με φωτογραφίες από το Πήλιο. Ο τόπος “Πήλιο” περιλαμβάνει πολλαπλούς χρόνους, είναι ένας χρόνος μεικτός, ακόμα και πριν από τον καθρέφτη της φωτογραφίας. Γιατί ο παρελθών χρόνος των οικοδομημάτων, της αρχιτεκτονικής, της διακόσμισης, της χωροταξίας, και ο αναχωρητής χρόνος των προσώπων, ο γραμμικός χρόνος δηλαδή, εντοπίζεται μέσα στην απόλυτη διάρκεια και το μεγαλείο της φύσης, ενός χρόνου, δηλαδή, φευγαλέου μα επαναλαμβανόμενου και διαρκούς.
Ο φακός του Παπακωνσταντίνου σιωπά με σεβασμό μπρος στη γραμμικότητα, στη φθορά, στην ιστορικότητα, που την παρατηρεί όπως παρατηρεί το τρένο, που θα βρείτε στις πρώτες σελίδες, το οποίο δεν είναι παρά οι διαδρομές του στον χώρο, μα, παροπλισμένο, δεν είναι παρά η ολοκληρομένη διαδρομή του στο χρόνο.
Η επαναφορά του στη χρήση ανακαλεί το πρώτο, μα δε ματαιώνει το δεύτερο. Και σιωπά με δέος μπρος στον κύκλο της φύσης, στον μύθο, που μας υπερβαίνει.
Και, όπως ο Σολωμός αναζητούσε το “μεικτόν αλλά νόμινον” είδος λογοτεχνίας που ήθελε να επιτύχει, διασώζει τον μεικτό αλλά νόμιμο αυτόν χρόνο, για να διασωθεί, όπως κάθε καλλιτέχνης, έναντι του χρόνου αυτού, εν προκειμένου στα μάτια σας, στον χρόνο σας.
Είναι βαθιά, δομικά “δημοκρατικό” να μπορεί κανείς να οικοιοποιείται προς ώρας (προς ώρας, για να μην υποστεί αλλοτρίωση) την οπτική γωνία ενός άλλου, να βλέπει μέσα από τα μάτια του αυτή εξάλλου είναι και η δημοκρατική όψη του έρωτα (η μόνη του ίσως), εκεί έγκειται και η νοσταλγία που όλοι νιώθουμε γι αυτόν, για την καταιγιστική σύμπτωση που επιφέρει.
Και γι αυτό είναι, λοιπόν, διπλά τυχερός όποιος μπορεί να μοιραστεί ταυτόχρονα το άλλο βλέμμα, την άλλη οπτική γωνία, αλλά και την άλλη στιγμή εκεί εξάλλου έγκειται η αξία της (φωτογραφικής, στην περίπτωσή μας), τέχνης ως έρωτα, η αξία της τέχνης ως αναπαράστασης: αντίστοιχα, είναι “δημοκρατική” και μας δίνει χρόνο με τη διπλή, τη μεικτή σημασία.
Μας δείχνει τον χρόνο, τον χρόνο που απαθανατίζει και τη στιγμή της απαθανάτισης, και μας αφήνει χρόνο για να τη δούμε.
Αξιοκρατικά μιλώντας, είναι σαγηνευτικό να ανακαλύπτει κανείς τη νοσταλγική οπτική γωνία του Κώστα Παπακωνσταντίνου.
Οι φωτογραφίες του είναι το βλέμμα της αγωνίας για ό,τι χάνεται, εντέλει για εμάς τους ίδιους.
Γιατί, σκεφτείτε, εμείς οι ίδιοι είμαστε που θα χαθούμε, εμείς είμαστε τα προσωρινά υποκείμενα, στη φθορά των αντικειμένων της όρασής μας βλέπουμε την παροδικότητά μας, με την απαθανάτισή τους προσπαθούμε να τη λησμονήσουμε. Αυτή είναι και η ομορφιά της ζωής, η αγωνία και η ομορφιά της Τέχνης.
Χαρείτε τη.
Ελένη Α. Νικολάκη